-
1 χιλιόμετρο(ν)
το километр -
2 χιλιόμετρο(ν)
το километр -
3 χιλιόμετρο
[хильомэтро] ουσ. о. километр.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χιλιόμετρο
-
4 χιλιόμετρο
[хильомэтро] ουσ ο километр. -
5 χιλιόμετρο
1) borne2) kilomètre -
6 χιλιόμετρο
kilometr (m) rzecz. -
7 χιλιόμετρο
kilometr -
8 χιλιόμετρο
kilometreΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χιλιόμετρο
-
9 kilomètre
χιλιόμετρο -
10 kilometr
χιλιόμετρο -
11 kilometre
χιλιόμετρο -
12 kilometr
χιλιόμετρο -
13 километр
-
14 километр
(км) το χιλιόμετρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > километр
-
15 дорожный
дорожн||ыйприл 1 (относящийся к дороге) ὁδικός:\дорожный столб τό χιλιόμετρο, ὁ χιλιομετροδείκτης· \дорожный указатель ὁ ὀδοδείκτης· \дорожныйое строительство ἡ ὁδοποιία·2. (необходимый для путешествия) ταξιδιωτικός, ὁδοιπορικός, τοῦ ταξιδιού:\дорожныйые вещи εἰδη ταξιδιού· \дорожный костюм τό ταξιδιωτικό κοστούμι· \дорожныйые расходы τά ὁδοιπορικά Εξοδα· \дорожныйая фляга τό παγούρι. -
16 километр
километрм τό χιλιόμετρο[ν]. -
17 отстоять
отстоять Iсов см. отстаивать.отсто||ять IIнесов (быть на расстоянии) εἶμαι ἀπομακρυσμένος, ἀπέχω:деревня \отстоятьит от станции на километр τό χωριό ἀπέχει ἀπό τόν σταθμό ἕνα χιλιόμετρο. -
18 kilometre
['kiləmi:tə, ki'lomitə](a unit of length, equal to 1,000 metres.) χιλιόμετρο -
19 km
( written abbreviation) plural km or kms - kilometre(s): I live 5 km from the airport; a 5 km drive.) χιλιόμετρο -
20 километр
[κιλαμιέτρ] ουσ. α. χιλιόμετρο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χιλιόμετρο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μήκους, με σύμβολο km, ίση προς χίλια μέτρα 2. φρ. «τετραγωνικό χιλιόμετρο» μετρολ. μονάδα επιφάνειας, ίση προς χίλια τετραγωνικά μέτρα, που χρησιμοποιείται για την καταμέτρηση τών εμβαδών γεωγραφικών περιοχών β) «κυβικό… … Dictionary of Greek
χιλιόμετρο — το μονάδα μήκους που ισοδυναμεί με χίλια μέτρα: Η απόσταση αυτή είναι πενήντα χιλιόμετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλιομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης») 2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση») 3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος… … Dictionary of Greek
Abbreviation — For the <abbr> HTML tag, see HTML element. For guidelines on making and editing abbreviation articles on Wikipedia, see Wikipedia:Disambiguation and abbreviations. An abbreviation (from Latin brevis, meaning short) is a shortened form of a… … Wikipedia
Metric system — This article is about the metric system in general. For information about specific versions of the system, such as the International System of Units or the cgs system of units, see #Variants. For a generally accessible and less technical… … Wikipedia
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek